πεζογραφώ

πεζογραφώ
πεζογραφῶ, -έω, ΝΑ [πεζογράφος]
γράφω σε πεζό λόγο, είμαι πεζογράφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεζογραφώ — γράφω σε πεζό λόγο ή πεζά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζογράφῳ — πεζογράφος prose writer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζογράφημα — το γραπτό έργο σε πεζό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογραφώ. Η λ. στον πληθ. πεζογραφήματα μαρτυρείται από το 1894 στον Κ. Κρυστάλλη] …   Dictionary of Greek

  • πεζολογώ — έω, ΝΜ [πεζολόγος] μιλώ ή γράφω σε πεζό λόγο, πεζογραφώ νεοελλ. μιλώ ή γράφω χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”